- ερμαΐς
- ἑρμαΐς, ἡ (Α) [Ερμής](ως θηλ. τού ερμαίος) αυτή που πήρε το όνομά της από τον Ερμή («ἑρμαΐς κρήνη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἑρμαῖς — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμαίδα — Ἑρμαίς called after fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσσωρεύω — ΜΑ 1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῑς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.) 2. αποθηκεύω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
Ἑρμ' — Ἑρμαί , Ἑρμαίς called after fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)